- ξεσυνερίζομαι
- 1. βρίσκομαι σε άμιλλα με κάποιον, συναγωνίζομαι κάποιον2. δυσφορώ, ερεθίζομαι, συγχύζομαι με τα λεγόμενα ή με τις πράξεις κάποιου, τόν παίρνω στα σοβαρά, τόν λαμβάνω υπ' όψιν («μην τόν ξεσυνερίζεσαι, δεν ξέρει τί λέει»)3. τρέφω κακία για κάποιον, μνησικακία εναντίον κάποιου, αντιδικώ με κάποιον4. αποδίδω εριστική πρόθεση στα λόγια κάποιου («μην τά ξεσυνερίζεσαι τα λόγια του»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)-* + συνερίζομαι].
Dictionary of Greek. 2013.