ξεσυνερίζομαι

ξεσυνερίζομαι
1. βρίσκομαι σε άμιλλα με κάποιον, συναγωνίζομαι κάποιον
2. δυσφορώ, ερεθίζομαι, συγχύζομαι με τα λεγόμενα ή με τις πράξεις κάποιου, τόν παίρνω στα σοβαρά, τόν λαμβάνω υπ' όψιν («μην τόν ξεσυνερίζεσαι, δεν ξέρει τί λέει»)
3. τρέφω κακία για κάποιον, μνησικακία εναντίον κάποιου, αντιδικώ με κάποιον
4. αποδίδω εριστική πρόθεση στα λόγια κάποιου («μην τά ξεσυνερίζεσαι τα λόγια του»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)-* + συνερίζομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ξεσυνερίζομαι — ξεσυνερίζομαι, ξεσυνερίστηκα βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξεσυνέριο — το 1. διεκδίκηση πρωτείων, άμιλλα από φιλοπρωτία, συναγωνισμός, αμοιβαία αμφισβήτηση 2. ζηλοφθονία. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ξεσυνερίζομαι] …   Dictionary of Greek

  • ξεσυνέριση — η [ξεσυνερίζομαι] 1. τάση για άμιλλα, ύπαρξη ανταγωνισμού μεταξύ δύο ή περισσοτέρων 2. δυσφορία που οφείλεται στο ότι δίνει κανείς προσοχή ή σημασία στα λόγια ή στις ενέργειες κάποιου …   Dictionary of Greek

  • ξεσυνέρισμα — και ξεσυνόρισμα, το [ξεσυνερίζομαι] η ξεσυνέριση, το ξεσυνέριο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”